επιβραδυντής

επιβραδυντής
Ένα υλικό που χρησιμοποιείται σε έναν αντιδραστήρα για την επιβράδυνση των νετρονίων που εκπέμπονται κατά τις σχάσεις των πυρήνων του καυσίμου. Τα νετρόνια όταν παράγονται έχουν ενέργεια αρκετών εκατομμυρίων ηλεκτρονιο-βολτ. Στους θερμικούς αντιδραστήρες πρέπει να έχουν ενέργεια μερικών εκατοστών του ηλεκτρονιο-βολτ για να μπορούν να είναι δραστικά και να προκαλέσουν παραπέρα σχάσεις. Η επιβράδυνσή τους γίνεται ύστερα από τις ελαστικές κρούσεις τους με τους πυρήνες του ε., κατά τις οποίες μεταφέρεται ενέργεια προς τους πυρήνες, με αποτέλεσμα να μετατρέπονται σε θερμικά νετρόνια. Το πυρηνικό καύσιμο, σε μορφή ράβδου, βαπτίζεται μέσα στον ε. Η ενέργεια που χάνεται κατά μέσο όρο από ένα νετρόνιο που συγκρούεται με έναν πυρήνα είναι μεγαλύτερη όσο μικρότερη είναι η μάζα του πυρήνα και γι’ αυτό τον λόγο οι καλύτεροι ε. είναι ελαφριά στοιχεία όπως υδρογόνο (μαζικός αριθμός 1), δευτέριο (μαζικός αριθμός 2), ήλιο (μαζικός αριθμός 4), βηρύλλιο (μαζικός αριθμός 9), άνθρακας (μαζικός αριθμός 12) κλπ. Ένας ε. πρέπει να έχει και μία δεύτερη σημαντική ιδιότητα: δεν πρέπει να απορροφά μεγάλο ποσοστό νετρονίων γιατί τότε αυτά θα εξαφανίζονταν πριν επιβραδυνθούν κατά τη διαδικασία της απορρόφησης. Γι’ αυτό τον λόγο το βαρύ ύδωρ προτιμάται από το συνηθισμένο νερό καθώς απορροφά λίγα νετρόνια. Οι συχνά χρησιμοποιούμενοι ε. είναι ο γραφίτης ή το βαρύ ύδωρ.
* * *
ο
1. επιβραδυντήρας
2. υλικό από ελαφρά άτομα (βαρύ ύδωρ, γραφίτη, βηρύλλιο) που προορίζεται να μετατρέπει τα ταχέα νετρόνια σε βραδέα κατά τη λειτουργία πυρηνικών αντιδραστήρων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πυρηνικός αντιδραστήρας — Συσκευή η οποία επιτρέπει την ελεγχόμενη εξέλιξη μιας αλυσιδωτής πυρηνικής αντίδρασης, κατά την οποία πραγματοποιείται σχάση του ουρανίου ή άλλων σχάσιμων στοιχείων, με αποτέλεσμα παραγωγή ενεργείας (πυρήνας ατομικός) και ενός μεγάλου αριθμού… …   Dictionary of Greek

  • αντιδραστήρας — (προωθητής αντίδρασης). Μηχανισμός που χρησιμοποιείται για την κίνηση ενός οχήματος με εφαρμογή ώθησης, που παράγεται από την αντίδραση μαζών που εξωθούνται σε διεύθυνση αντίθετη προς τη διεύθυνση κίνησης του οχήματος (αρχή δράσης και αντίδρασης) …   Dictionary of Greek

  • μεταλλουργία — Η επιστήμη που μελετά τόσο τη δομή και τη συμπεριφορά των μετάλλων και των κραμάτων τους όσο και τις τεχνικές διαχωρισμού, εξευγενισμού και προσαρμογή τους στη βιομηχανική χρήση. Οι διάφορες μεταλλουργικές εργασίες αποτελούν, στο σύνολό τους, ένα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”